κουδουνάτος

κουδουνάτος
-η, -ο [κουδούνι]
1. αυτός που έχει κρεμασμένα πάνω του κουδούνια
2. μεταμφιεσμένος, μασκαράς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουδουνάτος — η, ο 1. αυτός που έχει κουδούνια. 2. ο μεταμφιεσμένος, μασκαράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τζαμάλι — το, Ν μεταμφιεσμένος που έχει κουδούνια, ο κουδουνάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. τ., πιθ. αραβικής προελεύσεως (πρβλ. τζαμάλα, η), «αποκριάτικη φωτιά» στη διάλεκτο τών Ιωαννίνων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”